- κωλαράς
- ο, θηλ. κωλαρούαυτός που έχει εξογκωμένα οπίσθια, μεγάλο κώλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωλαράς — ο θηλ. κωλαρού αυτός που έχει μεγάλο κώλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)